Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΜΠΑΜΠΑΡ
το μικρό ελεφαντάκι
μουσική: FRANCIS POULENC
κείμενο: JEAN de BRUNHOFF
ΑΦΗΓΗΣΗ: ΜΕΛΙΝΑ ΠΥΡΙΟΧΟΥ - ΓΚΥ
ΠΙΑΝΟ: ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΣΕΜΙΤΕΚΟΛΟΣ
ΖΩΓΡΑΦΙΕΣ: ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΤΑΡΑΓΚΑΣ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ:ΒΥΖΑΝΤΙΑ ΠΥΡΙΟΧΟΥ
ΗΧΟΓΡΑΦΗΣΗ - MASTERING: ΑΝΔΡΕΑΣ ΣΤΑΜΙΡΗΣ
Η ΗΧΟΓΡΑΦΗΣΗ ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΣΤΟ ΑΜΦΙΘΕΑΤΡΟ ΤΟΥ ΜΟΥΣΙΚΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ ΖΑΚΥΝΘΟΥ "ΑΛΕΚΟΣ ΞΕΝΟΣ"
ΤΟ ΠΙΑΝΟ ΧΟΡΔΙΣΕ Ο ΣΩΤΗΡΗΣ ΤΣΟΥΚΑΛΗΣ
Μες στο μεγάλο δάσος γεννήθηκε ένα ελεφαντάκι. Ονομάζεται Μπαμπάρ. Η μαμά του το αγαπάει πολύ. Για να το κοιμίσει το νανουρίζει με την προβοσκίδα της, τραγουδώντας του σιγανά.
Ο Μπαμπάρ μεγάλωσε. Παίζει τώρα με τα άλλα ελεφαντάκια. Είναι από τα πιο καλά παιδιά. Διασκεδάζει σκάβοντας την άμμο με ένα κοχύλι.
Ο Μπαμπάρ κάνει βόλτες πάνω στην πλάτη της μαμάς του.
Ξαφνικά, ένας κακός κυνηγός που είχε κρυφτεί πίσω από έναν θάμνο, τους πυροβολεί.
Ο κυνηγός σκότωσε τη μαμά. Οι μαϊμούδες κρύβονται, τα πουλιά πετάνε, ο κυνηγός τρέχει να αρπάξει τον Μπαμπάρ.
Ο Μπαμπάρ τρέχει μακριά γιατί φοβάται τον κυνηγό.
Μετά από μερικές μέρες κατάκοπος φτάνει σε μια πόλη.
Μένει έκπληκτος γιατί είναι η πρώτη φορά που βλέπει τόσα σπίτια, τόσα καινούργια πράγματα!
Αυτές οι όμορφες λεωφόροι! Αυτά τα αμάξια και αυτά τα λεωφορεία!
Κι όμως, αυτό που ενδιαφέρει πιο πολύ τον Μπαμπάρ είναι δύο κύριοι που συναντάει στο δρόμο.
Σκέφτεται: «είναι στ’ αλήθεια πολύ καλά ντυμένοι.
Θα ήθελα πολύ να έχω κι εγώ ένα όμορφο κουστούμι, αλλά, τι να κάνω;»
Ευτυχώς μια ηλικιωμένη κυρία πολύ πλούσια, που αγαπούσε πολύ τα ελεφαντάκια, καταλαβαίνει ότι θέλει μια ωραία φορεσιά.
Και επειδή της αρέσει να κάνει το καλό, του δίνει το πορτοφόλι της. Ο Μπαμπάρ της λέει: «ευχαριστώ κυρία!»
Τώρα ο Μπαμπάρ μένει στο σπίτι της ηλικιωμένης κυρίας.
Το πρωί κάνει μαζί της γυμναστική κι έπειτα κάνει το μπάνιο του.
Κάθε μέρα κάνει βόλτες με το αμάξι.
Η ηλικιωμένη κυρία του το αγόρασε. Του δίνει ότι θέλει.
Παρ’ όλα αυτά, ο Μπμπάρ δεν είναι εντελώς ευτυχισμένος γιατί δεν μπορεί να παίξει με τα ξαδέλφια του και τους φίλους του, τις μαϊμούδες.
Συχνά στο παράθυρο….
Ονειρεύεται αναπολώντας την παιδική του ηλικία…
Και κλαίει όταν θυμάται την μαμά του.
Πέρασαν δύο χρόνια.
Μια μέρα, την ώρα που κάνει την βόλτα του, βλέπει να έρχονται δύο ελεφαντάκια ολόγυμνα.
«Μα είναι ο Αρθούρος και η Ουρανία! Ο ξαδελφούλης και η ξεδελφούλα μου!» λέει έκπληκτος στην ηλικιωμένη κυρία.
Ο Μπαμπάρ φιλάει τον Αρθούρο και την Ουρανία κι έπειτα πάει να τους αγοράσει όμορφες φορεσιές.
Ύστερα, τους πάει στο ζαχαροπλαστείο για να φάνε ωραία γλυκά.
Την ίδια ώρα, μες στο δάσος, οι ελέφαντες ψάχνουν και φωνάζουν τον Αρθούρο και την Ουρανία και οι μαμάδες τους ανησυχούν πολύ.
Ευτυχώς, πετώντας πάνω από την πόλη, ένα γέρικο μαραμπού τους βλέπει. Γρήγορα πάει πίσω να ειδοποιήσει τους ελέφαντες.
Οι μαμάδες του Αρθούρου και της Ουρανίας φεύγουν για να τους βρουν στην πόλη και χαίρονται πάρα πολύ όταν τους βρίσκουν. Τους μαλώνουν και λίγο.
Ο Μπαμπάρ αποφασίζει να φύγει με τον Αρθούρο την Ουρανία και τις μαμάδες τους για να ξαναδεί το μεγάλο δάσος.
Όλα είναι έτοιμα για την μεγάλη αναχώρηση.
Ο Μπαμπάρ φιλάει την ηλικιωμένη του φίλη. Της υπόσχεται ότι θα γυρίσει και ότι ποτέ δεν θα την ξεχάσει.
Η ηλικιωμένη κυρία μένει μόνη, λυπημένη και σκέφτεται: «Πότε θα ξαναδώ τον μικρό μου Μπαμπάρ;»
Έφυγαν. Οι μαμάδες δεν χωράνε στο αμάξι και τρέχουν πίσω σηκώνοντας τις προβοσκίδες τους ψηλά για να μην εισπνεύσουν την σκόνη.
Την ίδια μέρα, δυστυχώς, ο βασιλιάς των ελεφάντων έφαγε ένα κακό μανιτάρι. Δηλητηριασμένος αρρώστησε πολύ. Τόσο αρρώστησε που πέθανε. Αυτό είναι μεγάλη δυστυχία.
Μετά από την κηδεία, οι πιο γέρικοι ελέφαντες συγκεντρώνονται για να διαλέξουν έναν καινούργιο βασιλιά. Ακριβώς αυτή την στιγμή ακούνε θόρυβο, γυρίζουν και τι βλέπουν; Τον Μπαμπάρ πουν έρχεται με το αμάξι του και όλοι οι ελέφαντες τρέχουν και φωνάζουν:
«Νάτους, γυρίσανε! Γειά σου Μπαμπάρ! Γειά σου Αρθούρε! Γειά σου Ουρανία! Τι όμορφες φορεσιές! Τι ωραίο αμάξι!»
Τότε ο Κορνήλιος ο πιο γέρος ελέφαντας, λέει με τρεμάμενη φωνή: «Αγαποιτοί μου φίλοι, ψάχνουμε έναν βασιλιά, γιατί να μην διαλέξουμε τον Μπαμπάρ; Έρχεται από την πόλη, έμαθε πολλά από τους ανθρώπους. Ας του δώσουμε το στέμμα.» Όλοι οι ελέφαντες βρίσκουν ότι ο Κορνήλιος μιλάει σωστά. Ανυπόμονοι περιμένουν την απάντηση του Μπμπάρ.
«Σας ευχαριστώ όλους, αλλά πρίν δεχτώ, οφείλω να σας πω ότι στο ταξίδι η Ουρανία κι εγώ αρραβωνιαστήκαμε. Εάν γίνω εγώ ο βασιλιάς σας, θα γίνει η βασίλισσά σας.»
«Ζήτω η βασίλισσα Ουρανία! Ζήτω ο βασιλιάς Μπμπάρ»! φωνάζουν όλοι οι ελέφαντες χωρίς δισταγμό.
Κι έτσι ο Μπαμπάρ έγινε
ΒΑΣΙΛΙΑΣ!.
Ο Μπαμπάρ λέει τότε στον Κορνήλιο: «Εσύ έχεις καλές ιδέες, και γι’ αυτό σε ονομάζω στρατηγό και όταν θα έχω το στέμμα θα σου χαρίσω το καπελάκι μου. Σε οκτώ μέρες θα παντρευτώ την Ουρανία, θα κάνουμε μια μεγάλη γιορτή για το γάμο μας και την στέψη μου.»
Ύστερα ο Μπαμπάρ ζητάει στα πουλιά να καλέσουν όλα τα ζώα στους γάμους.
Οι καλεσμένοι καταφτάνουν
Η καμήλα πήγε και έφερε όμορφες φορεσιές από την πόλη ακριβώς στην ώρα του γάμου.
Ο γάμος του Μπαμπάρ.
Η στέψη του Μπαμπάρ.
Μετά τον γάμο και την στέψη, όλος ο κόσμος χορεύει με την καρδιά του.
Τα πουλιά συμμετέχουν στην ορχήστρα.
Η γιορτή τελειώνει
Έρχεται η νύχτα
Εμφανίζονται τα αστέρια
Ο βασιλιάς Μπαμπάρ και η βασίλισσα Ουρανία ευτυχισμένοι ονειρεύονται την ευτυχία τους.
Τώρα όλοι κοιμούνται
Οι καλεσμένοι γύρισαν σπίτια τους πολύ ευχαριστημένοι, αλλά κατάκοποι απ’ τον χορό.
Θα θυμούνται αυτόν το μεγάλο χορό για πολύ καιρό!